- υδατόστρωμα
- το слой воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδατόστρωμα — το, Ν στρώμα νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στρώμα. Η λ., στον πληθ. ὑδατοστρώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
υδατόστρωμα — το, ατος στρώμα νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)